Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας και απέχει περίπου 500 μ. από την κωμόπολη του Κάμπου. Ο λόφος πάνω στον οποίο έχει χτισθεί βρίσκεται ανατολικά του Κάμπου και δυτικά του Σταυροπηγίου (Βαρούσι). Είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μάνης. Στα θεμέλια του Κάστρου σώζονται ίχνη πολυγωνικού τείχους προϊστορικής ακροπόλεως (πιθανόν της Ενοπης), γεγονός που οδήγησε αρκετούς μελετητές να ταυτίσουν την περιοχή με την αρχαία Γερηνία. Το Κάστρο αποτελείται από ένα ισχυρό περιφερειακό τείχος πολυγωνικό που έχει γίνει από μεγάλους πελεκημένους ογκόλιθους. Το παλιό Ελληνικό κάστρο διακρίνεται από τις πλευρές ανατολικά, νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά. Το τείχος του κάστρου έχει μήκος 364μ. και το ύψος του έφθανε τα 10μ. περίπου, το πλάτος του ήταν 1μ. Είχε έξι (6) πύργους από τους οποίους οι δύο (2) ήταν στρογγυλοί και έβλεπαν προς τον Κάμπο, οι άλλοι τέσσερις ήταν ορθογώνιοι. Είχε ακόμη δύο πύλες μια νοτιοανατολικά και μια βορειοδυτικά. Στη μέση του κάστρου υψωνόταν ο Πύργος του που ήταν εξοπλισμένος με 6 κανόνια από τα 51 που είχε το Κάστρο. Το 1427, το Κάστρο παραχωρήθηκε από τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο στο διάδοχό του, Κωνσταντίνο, Δεσπότη του Μυστρά. Το φρούριο κυριεύτηκε από τους Τούρκους το 1460 και έπαθε σημαντικές καταστροφές.
Το κάστρο της Ανδρούσας βρίσκεται χτισμένο στις δυτικές παρυφές του κάμπου της Μεσσηνίας, κοντά στον ομώνυμο οικισμό. Κτίσθηκε περί τα μέσα του 13ο αιώνα μ.Χ πιθανώς από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Βιλεαρδουινό και κατά τον 14ο και 15ο αιώνα έφτασε στο αποκορύφωμα της ακμής της ως Διοικητικό, Πολιτικό και Δικαστικό Κέντρο του Πριγκιπάτου. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κάστρα της Πελοποννήσου κατά το Μεσαίωνα ιδίως την εποχή της Ενετοκρατίας, σημαντικότερο και από το κάστρο της Καλαμάτας και λέγεται ότι κατοικούσαν στο χώρο 14.000 κάτοικοι. Κατασκευασμένο σε επίκαιρο σημείο για τον έλεγχο του εύφορου κάμπου, αποτελούσε και ένα είδος τελωνείου για προϊόντα της Πελοποννήσου με προορισμό την Κορώνη. Εικοσιένα χρόνια πριν την άλωση της Πόλης, περιέρχεται στην κυριαρχία των Παλαιολόγων(1432). Τριάντα χρονιά μετά το καταλαμβάνει ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κι από κείνη τη στιγμή μέχρι την ελληνική επανάσταση, το κάστρο πηγαινοέρχεται στην κυριαρχία Τούρκων κι Ενετών. Η χάραξή του ακολουθεί την μορφολογία του εδάφους και το σχήμα του είναι τραπέζιο. Τα τείχη ενισχύονται περιμετρικά με πύργους διαφόρων σχημάτων (τετράγωνους, στρογγυλούς ή πολυγωνικούς) και στο εσωτερικό διαμορφώνονται αψιδωτές κόχες. Σήμερα δεν αναγνωρίζεται εύκολα η ύπαρξη εσωτερικού περιβόλου, ενώ το βόρειο και δυτικό τμήμα των τειχών έχει καταστραφεί και διατηρούνται μόνο τμήματα του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Η Ανδρούσα απέχει από την Καλαμάτα 21 χιλιόμετρα.
Το κάστρο του Λεύκτρου βρίσκεται σε λόφο στις παρυφές της σημερινής Στούπας. Έχει αυγοειδές σχήμα με περίμετρο 300μ. και διακρινόταν τόσο για την άρτια οχύρωση, όσο και για την ωραιότητά του.
Τα υπολείμματα του φράγκικου αυτού κάστρου βρίσκονται στην Ακρόπολη των αρχαίων Λεύκτρων.
H συγκεκριμένη οχυρή θέση χρησιμοποιείται από τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατά τους Πελοποννησιακούς πολέμους και στην εποχή της Φραγκοκρατίας οπότε αναφέρεται ως κάστρο του Beaufort (ωραίο κάστρο). Παραχωρήθηκε στους Βυζαντινούς το 1262, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του αιχμαλώτου Γουλιέλμου, που αιχμαλωτίστηκε το 1259 στη μάχη της Πελαγονίας. Κατά τον Παυσανία εκεί υπήρχε ο ναός της Αθηνάς με το άγαλμα της.
Ένα κάστρο που διασώζει σημαντικές βυζαντινές αρχαιότητες και γι΄ αυτό δεν αποκλείεται να ήταν κτίσμα των Βυζαντινών και όχι των Φράγκων. Το 1463 πέφτει στα χέρια των Βενετών και το 1467 στα χέρια Τούρκων. Σύμφωνα με το Γάλλο ερευνητή Antoine Bon το κάστρο του Πηδήματος κτίσθηκε από Βυζαντινούς γύρω στο 1300. Μετά την πύλη του κάστρου υπάρχουν τα χαμηλά ερείπια ενός μικρού ναΐσκου, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο ναΐσκος, διαστάσεων 2,90 x 3,50 μέτρων, ήταν νεκροταφιακός των κατοίκων και υπερασπιστών του κάστρου. Από το βυζαντινό κάστρο Πηδήματος σώζονται μέρη των τειχών του, η πύλη του, και τα χαμηλά ερείπια του ναΐσκου. Το κάστρο αυτό υπήρξε στερνό καταφύγιο της συνείδησης και της ανδρείας των υπερασπιστών του αλλά δεν άντεξε και κυριεύτηκε απ’ τα στρατεύματα των Οθωμανών το 1460.
Βρίσκεται στον Δήμο Αρφαρών Μεσσηνίας.
Το κάστρο του Μίλα εντάσσεται σε μια σειρά μικρότερων κάστρων που ιδρύονται σε σημαντικές θέσεις για τον έλεγχο των μεσαιωνικών οδών ή την επιβεβαίωση της τοπικής εξουσίας των φράγκων φεουδαρχών. Βρίσκεται 6χλμ. δυτικά του Μελιγαλά (που απέχει 36χλμ. από την Καλαμάτα), κτισμένο μετά το 1201 σε υψόμετρο 300 μέτρων και διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Έχει ταυτιστεί με το Chateaunef που φέρεται ότι ίδρυσε η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου (1297-1301) για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Ελλήνων του Δεσποτάτου του Μορέως, που με ορμητήριο το αρκαδικό κάστρο του Γαρδικίου εξαπέλυαν επιθέσεις στον μεσσηνιακό κάμπο. Πρόκειται για μικρό φρούριο χτισμένο βόρεια του χωριού Μίλα, σε σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο του μεσσηνιακού κάμπου στα βόρεια. Είναι τραπεζιόσχημο στην κάτοψη και διαθέτει δυο οχυρωματικούς περιβόλους. Ο εσωτερικός περίβολος ήταν πιθανότατα χώρος κατοίκησης και ενισχυόταν περιμετρικά με τρεις τετράπλευρους πύργους. Ο εξωτερικός σώζεται σε χαμηλότερο ύψος και η τοιχοποιία του είναι πιο αμελής. Το κάστρο βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση παρέχοντας ενδιαφέροντα στοιχεία για τον εμπλουτισμό της γνώσης μας γύρω από την κατασκευή και λειτουργία των μικρότερων οχυρών του Μεσαίωνα. Στο Κάστρο του Μίλα, πολέμησε και ο Κολοκοτρώνης ενάντια στους Τούρκους, απαλλάσσοντας τους χωρικούς από το φόρο της δεκάτης και τον Τουρκικό ζυγό. Από διάφορα ευρήματα φαίνεται η περιοχή κατοικείται από την Μυκηναϊκή εποχή ενώ το όνομα Μίλα αναφέρεται από το 1690.
Το Κάστρο της Κελεφάς βρίσκεται δυτικά του χωριού Κελεφά και απέναντι από το Οίτυλο. Κτίστηκε γύρω στα 1670, κατόπιν διαταγής του Μεγάλου Βεζίρη Κιοπρουλή που έστειλε έξι (6) χιλιάδες άντρες, που στρατολογήθηκαν από την Αθήνα, την Εύβοια και την Ναύπακτο για να υπερασπίζεται το εμπορικό λιμάνι στο Οίτυλο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό (το χτίσιμο) έγινε προς χάριν του διασήμου αρχιπειρατή Λιμπεράκη Γερακάρη καταγόμενου από τη μεγάλη οικογένεια των Κοσμάδων, που είχε τις ρίζες της από τη Βάθια της Μάνης, με σκοπό να διαιρέσει και να υποτάξει τούς Μανιάτες. Το Κάστρο της Κελεφάς, που ήταν έδρα του Χασάν Πασά, χτίστηκε και διατηρήθηκε από τούς Τούρκους από το 1670 μέχρι το 1685, οπότε κατελήφθη από τους Βενετούς και τους Μανιάτες συμμάχους τους.
Το κάστρο του Γερακίου βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σημερινό Γεράκι (39 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σπάρτης) , σε στρατηγικό σημείο σε λόφο του Πάρνωνα που έλεγχε όλη την περιοχή και αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ του κάστρου του Μυστρά και της Μονεμβασίας. Το Γεράκι ήταν μία από τις δώδεκα βαρονίες και τοπαρχίες που διαιρέθηκε η Πελοπόννησος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 μ.Χ., που δόθηκε στο Γάλλο Βαρόνο Γκι Ντε Νιβελέ (Guy de Nivellet),και έχτισε το 1209 το κάστρο. Το 1262 μ.χ. δόθηκε στους Βυζαντινούς μαζί με τα κάστρα Μιστρά, Μονεμβασιάς και Μάνης για να ελευθερώσουν τον ηγεμόνα τους Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο και άλλους Βαρόνους και ιππότες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στην μάχη της Πελαγονίας το 1259 από τον Μιχάλη Παλαιολόγο. Διακόσια χρόνια έμεινε στα χέρια των Ελλήνων, σημειώνοντας την πιο μεγάλη κοινωνική και θρησκευτική ακμή, και ήταν ένα από τα στηρίγματα του Δεσποτάτου του Μιστρά. Την περίοδο αυτή ενισχύθηκαν και τα τείχη του κάστρου.
Σε απόσταση 10 χλμ. από το Γύθειο προς την Aρεόπολη βαθειά ριζωμένο σε ένα λόφο βρίσκεται το ομορφοχτισμένο κάστρο του Πασσαβά σαν κέντρο της βαρονίας του Πασσαβά, που περιελάμβανε την περιοχή του Γυθείου και της Μάνης. Κτίστηκε το 1254 από το βαρόνο Ιωάννη Ντε Νεϊγί, γιο του Βιλλεαρδουΐνου και αποτελεί το μοναδικό πέρασμα από τα ανατολικά προς τη Μάνη και έτσι ελέγχει αποτελεσματικά τη κύρια είσοδο της Έξω Μάνης προς το Οίτυλο και την Αρεόπολη. To όνομα αποδίδεται στο Γαλλικό “Pas avant” που σημαίνει “ως εδώ”, επειδή η πορεία των Φράγκων σταμάτησε σ’ αυτή τη κλεισούρα, όπου οι οχυρωμένοι Μανιάτες ανέκοψαν τη προέλασή τους και δεν τους άφησαν να τη διαβούν. Το 1259 στη μάχη της Πελαγονίας νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος, από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο και για την απελευθέρωσή του αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 1262 τη Λακωνία (και τη Μάνη) και τα κάστρα της.
Το κάστρο της Μπαρδούνιας που βρίσκεται κοντά στην κωμόπολη Άγιος Νικόλαος 52 χιλιόμετρα από την Σπάρτη, έχει κτιστεί πάνω σε έναν ψηλό και απότομο βράχο, που ξεπροβάλει στην όχθη του ποταμού Σμύνους και το οποίο υπήρξε διοικητικό κέντρο της περιοχής. Tο απόρθητο κάστρο της Μπαρδούνιας αρχικά ήταν κέντρο των Τουρκομπαρδουνιωτών που βρίσκονταν εκεί για να αποκρούουν τους Μανιάτες. Το πότε κτίστηκε δεν έχει ακόμα σαφώς προσδιοριστεί αλλά ίσως να ήταν βυζαντινό κτίσμα ή Φράγκικο. Από τα ερείπια του κάστρου διαφαίνεται η βενετσιάνικη τεχνική καθώς και αρκετές μετατροπές και επιδομήσεις που πραγματοποίησαν σε αυτό οι Τούρκοι. Μέσα στο κάστρο υπήρχε οχυρός πύργος, με θέσεις πυροβολικού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, αρκετές δεξαμενές νερού και πολλά κτίρια για προσωπικό και υλικά απαραίτητα για άμυνα. Υπάρχει μια σχετικά εύκολη διαδρομή στους πρόποδες του κάστρου , αλλά η βλάστηση που έχει αναπτυχθεί στο κάστρο έχει καλύψει σημαντικό μέρος των οχυρώσεών του και έχει καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη την πρόσβαση σε αυτό.
Το κάστρο βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης της Καλαμάτας, σε χαμηλό βραχώδη λόφο επάνω από τον ποταμό Νέδοντα. Κατά την αρχαιότητα στον λόφο ο μυθολογικός ήρωας Φάρις είχε χτίσει την Ακρόπολη της αρχαίας πόλης Φαραί. Εκεί βρισκόταν το παλάτι των βασιλέων της πόλης που αναφέρεται ανάμεσα σε αυτές που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. πάνω στα αρχαία ερείπια χτίστηκε χριστιανικός ναός αφιερωμένος στην Παναγία «Καλομάτα». Ονομάστηκε έτσι επειδή η εικόνα της Παναγίας που αφιερώθηκε εκεί είχε όμορφα, μαύρα μάτια. Από αυτήν λέγεται ότι η περιοχή πήρε το επόμενο όνομά της, Καλαμάτα. Η σημερινή του μορφή οφείλεται σε μεγάλη ανακατασκευή του από το φράγκο πρίγκιπα και ιδρυτή του πριγκιπάτου της Αχαΐας, Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουΐνο, στις αρχές του 13ου αιώνα. Το κάστρο έμεινε στα χέρια της οικογένειας των Βιλλεαρδουίνων από το 1205 έως το 1322, όταν και το κατέλαβαν οι βυζαντινοί . Τον 15ο αιώνα πέρασε στα χέρια των Οθωμανών και την περίοδο 1685 μέχρι το 1715 στους Ενετούς όπου συντήρησαν τις υπάρχουσες οχυρώσεις και πρόσθεσαν νέες. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα το κάστρο χάνει τη στρατηγική σημασία του, ενώ ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα έχει περιέλθει σε εγκατάλειψη. Στα 1825 υφίσταται μεγάλη καταστροφή από το στρατό του Ιμπραήμ. Το 1941-1944, το κάστρο ήταν στην αρχή και διοίκηση των Ιταλών που το είχαν σαν δικό τους. Η διαμόρφωσή του σε αλσύλλιο συνδέεται με τον πεζογράφο Ζαχαρία Παπαντωνίου, που διετέλεσε νομάρχης Μεσσηνίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Το μνημείο έχει την τυπική μορφή ενός βυζαντινού κάστρου: στο πιο απόκρημνο σημείο του, στην κορυφή του λόφου, υψώνεται ένας πύργος-καταφύγιο με θολοσκέπαστη δεξαμενή νερού, όπου έχουν εντοπιστεί και λείψανα ναού. Ένας εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος περιβάλλει την κορυφή του λόφου, ενώ ένας δεύτερος, ευρύτερος περίβολος προστατεύει μια μεγαλύτερη περιοχή στην πιο προσιτή και ευάλωτη ανατολική πλευρά. Τα τείχη είναι κατακόρυφα, ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και δεν σώζονται οι επάλξεις τους. Πάνω από τη θύρα εισόδου βρίσκεται εντοιχισμένο το ανάγλυφο του Λέοντα του Αγίου Μάρκου, μαρτυρία για τις επεμβάσεις των Ενετών. Το κάστρο που αναφέρεται και ως Κάστρο της πριγκίπισσας Ιζαμπώ συνδέθηκε με την ιστορία της πριγκίπισσας Ισαβέλλας, που έχει πάρει τη θέση της στη νεοελληνική λογοτεχνία με το ιστορικό μυθιστόρημα του Αγγέλου Τερζάκη “Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ”. Ο σεισμός του 1986 κατέστησε πολλά τμήματα του κάστρου της Καλαμάτας επικίνδυνα, οπότε το κέντρο του πλέον δεν είναι επισκέψιμο. Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί μόνο περιμετρικά, εντός του κάστρου και να απολαύσει υπέροχη θέα προς το ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας.
Στην κορυφή του λόφου πάνω από την πόλη της Αρκαδίας, όπως λεγόταν στο Βυζάντιο η Κυπαρισσία, με θέα τη γαλάζια απεραντοσύνη του Ιονίου και τον ήμερο κάμπο, βρίσκεται το Κάστρο της Κυπαρισσίας ή Κάστρο των Γιγάντων ή Κάστρο της Αρκαδιάς. Στα ερείπια αρχαίας ακρόπολης, όπου κατά τη Μυθολογία ήταν οι γίγαντες που έφτιαξαν το “Κάστρο των Γιγάντων”,( αποτελεί δείγμα αρχιτεκτονικής της Μυκηναϊκής Εποχής), χτίστηκε Βυζαντινό φρούριο, το οποίο ανακαίνισαν και μετέτρεψαν σε μεσαιωνικό κάστρο οι Φράγκοι το 1205. Ένα κάστρο χτισμένο με πέτρες μήκους 4μ. και πλάτους 1,64μ., και άλλες μήκους 1,38μ. και πλάτους 1,80μ. οι οποίες (λόγω του μεγέθους τους) αποτελούν απόδειξη ότι χτίστηκε από τους Γίγαντες.
Τρία χλμ ανατολικά της Μερόπης, κοντά στη σπουδαία, από την αρχαιότητα, διάβαση Μακρυπλάγι, που βρίσκεται μεταξύ της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας, έχει χτιστεί ίσως το πιο δυσπρόσιτο κάστρο της Πελοποννήσου. Σε ύψωμα που αποτελεί παρυφή του όρους Ελληνίτσα, κοντά στο χωριό Κατσαρός, έχουν διασωθεί ερείπια τειχών, κτισμάτων και εκκλησιών από το “ανάλωτον πάντη και οχυρώτατον κάστρον” όπως περιγράφεται στις Ιστορίες του Κριτόβουλου.
Το Κάστρο της Μεθώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου, με ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι και υπήρξε ένα από τα πιο κοσμοξάκουστα ενετικά φρούρια της Μεσογείου. Από αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά κυρίως κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή, γεγονός που έκαναν το λιμάνι και το κάστρο πραγματική πρόκληση για τους εκάστοτε κατακτητές. Είναι κατασκευασμένο τον 7ο αιώνα πάνω σε ένα από τα νοτιότερα βραχώδη ακρωτήρια της Μεσσηνίας, και καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του, 93 στρέμματα περίπου.
Το κάστρο της Κορώνης χτίσθηκε τον 6ο ή 7ο αιώνα μ.Χ. και αποτελεί ένα από τα κομψότερα δείγματα βενετσιάνικης φρουριακής αρχιτεκτονικής, ενώ είναι από τα ελάχιστα κάστρα που στο εσωτερικό τους σώζονται οικίες και ναοί. Η γεωγραφική της θέση εκτιμάτο πάντοτε για το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το επιβλητικό σχήμα της χερσονήσου με το μεγάλο ύψος και την πλατιά επιφάνεια προσφερόταν για οχύρωση και παρείχε ασφάλεια, μεγαλύτερη από ότι οι άλλες παραλιακές μεσσηνιακές οχυρές πόλεις. Το φρούριο της Κορώνης επί Τουρκοκρατίας θεωρείτο το καλύτερα οχυρωμένο της Μεσσηνίας και ένα από τα ισχυρότερα της Πελοποννήσου.
Στα βόρεια της Πύλου, στο τέλος του δρόμου για την παραλία του Ντιβαρίου, βρίσκεται το νότιο τμήμα του ακρωτηρίου Κορυφασίου. Εδώ, πάνω από τα απότομα βράχια της ακτής αλλά και πάνω από το σπήλαιο του Νέστορα στην πλευρά της Βοϊδοκοιλιάς, υψωνόταν στην κλασσική αρχαιότητα, η ακρόπολη της αρχαίας και όχι της ομηρικής Πύλου. Εδώ ήταν και ο Ναός της Κορυφασίας Αθηνάς, που περιέγραψε ο Παυσανίας στην επίσκεψή του, στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα. Εδώ το 425 π.Χ. οχυρώθηκε ο Δημοσθένης στον νικηφόρο πόλεμο κατά των Σπαρτιατών και οργάνωσε ένα είδος δυνάμεων καταδρομών για ανταρτοπόλεμο, στα εδάφη που κατείχαν οι Λακεδαιμόνιοι. Εδώ στην άγρια, βραχώδη ακτή, ο στρατηγός Βρασίδας, επιχειρώντας απόβαση στο Κορυφάσιο, τραυματίστηκε, έχασε τις αισθήσεις του αλλά και την ασπίδα του. Οι Αθηναίοι την πήραν και την έστησαν τρόπαιο στην Αγορά της Αθήνας. Μια ασπίδα σήμερα, βρίσκεται εκτεθειμένη στο μουσείο της Στοάς του Αττάλου και φέρει την επιγραφή “ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΠΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝΙΩΝ ΕΚ ΠΥΛΟΥ”. Από τον Παυσανία δε, μαθαίνουμε ότι οι Αθηναίοι είχαν κρεμάσει τις ασπίδες που πήραν λάφυρα από τη Σφακτηρία, στην Ποικίλη Στοά, πλάι στην Αγορά, σαν κτερίσματα αλλά και καύχημα της μεγάλης τους νίκης. ΄Ετσι η ασπίδα με την αναθηματική επιγραφή, που φωτογραφία της μπορούμε να δούμε και στον προθάλαμο του Αντωνοπούλειου Μουσείου της Πύλου, δεν θα πρέπει να συνδέεται απ’ ευθείας με τον στρατηγό Βρασίδα, αλλά με μια από τις πολλές ασπίδες της μάχης της Σφακτηρίας, που διακοσμούσαν την Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηνών.
Στην είσοδο του φυσικού όρμου της Πύλου, μια θέση διόλου τυχαία καθότι με τον τρόπο αυτό παραφυλούσε μπροστά από τη θάλασσα προστατεύοντας την περιοχή και κυρίως το εσωτερικό του, το Νιόκαστρο ή νέο Ναβαρίνο, το νεότερο κάστρο της πόλης, άρχισε να κτίζεται από τους Οθωμανούς το 1573, για να οχυρώσουν την πόλη λίγο μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου(1571).Σκοπός της κατασκευής του ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου στον όρμο του Ναυαρίνου, αφού πλέον η βόρεια πρόσβαση (Στενό Συκιάς ή Φάλτσα Μπούκα) και το εκεί λιμάνι, στη λιμνοθάλασσα της περιοχής Διβάρι ή Ριβάρι, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν λόγω προσχώσεων. Ονομάστηκε “Νιόκαστρο” σε αντιδιαστολή με το προγενέστερο φρούριο του Κυρυφασίου (Παλιόκαστρο ή Παλιό Ναβαρίνο), που ήλεγχε τη βόρεια είσοδο και το παλιό λιμάνι. Έκτοτε το Νιόκαστρο ακολούθησε την κοινή μοίρα των υπολοίπων φρουρίων της περιοχής εμπλεκόμενο στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο. Έμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1686, όπου πέρασε στην κατοχή των Ενετών με τη μεγάλη εκστρατεία του στρατηγού Τhoma Morozini. Κατά την περίοδο της ενετικής κατοχής του χτίστηκε στο νέο Ναβαρίνο και η θεσπέσιας ομορφιάς ακρόπολη από τις επάλξεις της οποίας μπορεί κανείς να θαυμάσει το γραφικό ξερονήσι της Σφακτηρίας.
Ο Μυστράς υπήρξε περίφημο πολιτικό, στρατιωτικό και πνευματικό κέντρο της ύστερης Βυζαντινής περιόδου και απέχει έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης. Η ιστορία του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα όταν οι Φράγκοι είχαν κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το 1249 ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλαρδουίνος περιέβαλε με ισχυρό τείχος την κορυφή του λόφου στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου με την απότομη και κωνοειδή μορφή, χτίζοντας έτσι το κάστρο της πόλης που ονομάστηκε Μυστράς ή Μυζήθρας. Η ονομασία του σχετίζεται ετυμολογικά με τη μυζήθρα, είδος τυριού, από το σχήμα του βουνού ή από το όνομα του παλαιότερου ιδιοκτήτη του λόφου που λεγόταν Μυζηθράς. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος συνέλαβε το Βιλλαρδουίνο, ο οποίος για την απελευθέρωση του, παραχώρησε το κάστρο του Μυστρά, της Μονεμβασιάς και Μαϊνης (Μάνης).